- συμπετάννυμι
- Αεκτείνω μαζί, απλώνω συγχρόνως, ανοίγω συγχρόνως («χρὴ δύο ἁμαξῶν τοὺς ῥυμοὺς εἰς τὸ αὐτὸ δῆσαι συμπετάσαντα κατὰ τὸ ἕτερον μέρος τῆς ἁμάξης», Αιλ. Τακτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πετάννυμι «απλώνω, ανοίγω, εκτείνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.